- φυτοζωώ
- Ν1. (για πρόσ.) ζω σαν φυτό, ζω παντελώς στερημένη ζωή2. μτφ. περιπίπτω ή βρίσκομαι σε μαρασμό («ο τουρισμός φυτοζωεί»).[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόζωα. Το ρ., στον λόγιο τ. φυτοζῳῶ, μαρτυρείται από το 1853 στον Αν. Κωνσταντινίδη].
Dictionary of Greek. 2013.