φυτοζωώ

φυτοζωώ
Ν
1. (για πρόσ.) ζω σαν φυτό, ζω παντελώς στερημένη ζωή
2. μτφ. περιπίπτω ή βρίσκομαι σε μαρασμό («ο τουρισμός φυτοζωεί»).
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτόζωα. Το ρ., στον λόγιο τ. φυτοζῳῶ, μαρτυρείται από το 1853 στον Αν. Κωνσταντινίδη].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φυτοζωώ — βλ. πίν. 73 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • φυτοζωώ — φυτοζώησα 1. αμτβ., ζω σαν φυτό, περνώ ζωή γεμάτη στερήσεις. 2. μτφ., αδρανώ, απραχτώ, εκδηλώνω υποτυπώδη ύπαρξη: Η γεωργία φυτοζωεί. 3. μτφ., παρακμάζω, φθίνω, πέφτω σε μαρασμό. 4. μτφ., ψευτοζώ, κουτσοζώ, ψωμοζώ …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • φυτοζωία — η, Ν [φυτοζωώ] το να ζει κανείς σαν φυτό, να φυτοζωεί …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”